συναιχμαλωτίς

συναιχμαλωτίς
-ίδος, ἡ, Α
βλ. συναιχμάλωτος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συναιχμάλωτος — ο, θηλ. συναιχμαλωτίς, ίδος, Α ο επίσης αιχμάλωτος, αυτός που έχει συλληφθεί και κρατείται μαζί με άλλους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”